Τι δουλειά έχουν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η Μελίνα Μερκούρη, ο Κώστας Σημίτης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων;
Γράφει ο Γιάννης Ανδριτσόπουλος για ΤΑ ΝΕΑ
Οι ίδιοι αυτοπροσώπως, καμία. Τα ονόματά τους, όμως, έχουν μνημονευθεί περισσότερες της μίας φορές από τα μέλη της Ανω και της Κάτω Βουλής της Βρετανίας. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, το αίτημα για την επιστροφή των οποίων στην Ελλάδα είναι τόσο παλιό όσο η αγορά τους από το κοινοβούλιο της Γηραιάς Αλβιώνος πριν από 207 χρόνια.
Πρότεινε δε «τα Μάρμαρα, που αποκτήθηκαν τόσο αναίσχυντα, να αγοραστούν, να φυλαχθούν στο Βρετανικό Μουσείο και να επιστραφούν, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις, όταν τα ζητήσει η παρούσα ή οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση της πόλεως των Αθηνών».
Στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα το θέμα επανερχόταν συχνά-πυκνά στη βρετανική επικαιρότητα μέσω άρθρων και επιστολών στις εφημερίδες. Στις 16 Δεκεμβρίου 1930 ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι Κόσμο Γκόρντον Λανγκ (εξ οφίτσιο μέλος της Βουλής των Λόρδων) λέει απευθυνόμενος στην κυβέρνηση των Εργατικών του Ράμσι ΜακΝτόναλντ:
«Ας υποθέσουμε ότι έρχεται η μέρα που θα θεωρηθεί πολύ σωστό να προβούμε σε μια ευγενή χειρονομία προς το έθνος της Ελλάδας και θα μας ζητηθεί, ως ένδειξη φιλίας, να στείλουμε στην Αθήνα την Καρυάτιδα που κατέχουμε, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρέπει να βρίσκεται στο Ερέχθειο ή στον Παρθενώνα. Πόσο δύσκολο θα ήταν να αντισταθούμε στην πίεση αυτού του είδους!».
Και προσθέτει: «Εάν οι επίτροποι του Μουσείου αρνηθούν, αυτό σίγουρα θα αποτελούσε αιτία παρεξήγησης, αν όχι προσβολής».
Λίγους μήνες προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στις 6 Ιουνίου 1939, ο βουλευτής των Φιλελευθέρων Τζέφρι Μάντερ φέρνει στη Βουλή το σκάνδαλο της ανεπανόρθωτης φθοράς που υπέστησαν τα Γλυπτά από τη λεύκανσή τους την περίοδο 1937-1938.
«Θα ήταν σωστό να υποθέσουμε ότι οι παραιτήσεις δύο σημαντικών αξιωματούχων συνδέονται με αυτόν τον μη εξουσιοδοτημένο καθαρισμό των Ελγίνειων Μαρμάρων στο Βρετανικό Μουσείο και ότι έχουν ληφθεί πειθαρχικά μέτρα;» ρωτά.
Εκ μέρους της κυβέρνησης των Συντηρητικών του Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο υφυπουργός Οικονομικών Χάρι Κρούκσανκ παραδέχεται τη ζημιά: «Ναι, οι επίτροποι έλαβαν πειθαρχικά μέτρα». Ακολούθως, ο βουλευτής των Εργατικών Σίμορ Κοκς διερωτάται: «Δεν είναι καιρός να επιστραφούν αυτά τα Μάρμαρα στην Αθήνα;» – αλλά δεν παίρνει απάντηση.
Στις 23 Ιανουαρίου 1941, ενώ μαίνεται ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, το μέλος του υπουργικού συμβουλίου και μετέπειτα πρωθυπουργός Κλέμεντ Ατλι απορρίπτει το ενδεχόμενο επιστροφής των Γλυπτών. Απαντώντας σε ερώτηση της βουλευτού των Συντηρητικών Θέλμα Κάζαλετ-Κιρ «εάν θα κατατεθεί νομοσχέδιο που θα επιτρέπει την αποκατάσταση των Ελγίνειων Μαρμάρων στην Ελλάδα μετά το τέλος των εχθροπραξιών, ως μια κάποια αναγνώριση της σπουδαίας στάσης των Ελλήνων προς τον πολιτισμό», ο Ατλι ξεκαθαρίζει: «Η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να καταθέσει νομοσχέδιο για τον σκοπό αυτόν».
Στις 15 Οκτωβρίου 1942 ο βουλευτής των Εργατικών Αϊβορ Τόμας ρωτά τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών Ουίνστον Τσόρτσιλ «εάν, για να δείξουμε εμπράκτως την ευγνωμοσύνη μας για τη συνεχιζόμενη αντίσταση των ελλήνων ανταρτών, θα εξετάσετε το ενδεχόμενο μεταφοράς των Ελγίνειων Μαρμάρων στην ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αποκατασταθούν στο αρχικό τους περιβάλλον μετά τον πόλεμο».
Ο «πατέρας της νίκης» δεν του (μας) κάνει τη χάρη: «Θα σας παραπέμψω στην απάντηση που δόθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1941» σημειώνει, αναφερόμενος στην προγενέστερη απορριπτική τοποθέτηση του Ατλι.
Η επόμενη κοινοβουλευτική αναφορά καταγράφεται οκτώ χρόνια αργότερα: στις 24 Οκτωβρίου 1950 ο βουλευτής της συμπολίτευσης Τζούλιαν Σνόου ρωτά την κυβέρνηση των Εργατικών του Ατλι «εάν είναι δυνατόν να καταθέσουμε μια πρόταση που δεν απαιτεί αλλαγή νομοθεσίας, η οποία θα μας επέτρεπε να επιστρέψουμε την Καρυάτιδα». Ο υφυπουργός Εσωτερικών Τζέφρι ντε Φρέιτας υπόσχεται «να διαβιβάσει» το ερώτημα στους επιτρόπους του Βρετανικού Μουσείου.
Στις 9 Μαΐου 1961 ο βουλευτής των Εργατικών Φράνσις Νόελ-Μπέικερ ρωτά τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών Χάρολντ ΜακΜίλαν τι συζητήσεις έχει κάνει με τον έλληνα πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή για την επιστροφή των Ελγινείων. «Καμία» αποκρίνεται ο «Σούπερ Μακ».
Ο βουλευτής επανέρχεται ρίχνοντας την ιδέα των αντιγράφων. «Θα εξετάζατε τη δυνατότητα να δημιουργήσετε αντίγραφα αυτών των αρχαιοτήτων και στη συνέχεια να τις επιστρέψετε, ως ένδειξη γενναιοδωρίας προς έναν πολύ πιστό σύμμαχο, προκειμένου να αποκατασταθούν στο αρχικό τους περιβάλλον, όπου σίγουρα θα τις θαυμάζουν περισσότεροι άνθρωποι – πιθανώς και περισσότεροι Βρετανοί – από ό,τι αν παραμείνουν σε μια μουχλιασμένη αίθουσα στο Βρετανικό Μουσείο;».
Παραδόξως, ο ΜακΜίλαν δείχνει να το σκέφτεται. «Θα εξετάσω αυτό που είπε ο αξιότιμος συνάδελφος. Πρόκειται για ένα περίπλοκο ζήτημα. Υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ και σίγουρα δεν πρόκειται να το διώξω από το μυαλό μου».
Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1962, ο υφυπουργός Οικονομικών των Συντηρητικών Εντουαρντ ντου Καν «βομβαρδίζεται» για τα Γλυπτά από τέσσερις βουλευτές και αφού παραδέχεται ότι «πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο ζήτημα», αποκαλεί τον Ελγιν… σωτήρα τους: «Ηταν η συνειδητή πράξη του λόρδου Ελγιν εκείνη που έσωσε τα Ελγίνεια για να τα θαυμάζουν οι επόμενες γενιές. Διαφορετικά δεν θα υπήρχαν τώρα».
Ο Χόρας Κινγκ, βουλευτής των Εργατικών και μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής, αναλαμβάνει να τον βάλει στη θέση του: «Πώς μπορείτε να ισχυρίζεστε ότι ο Ελγιν προσέφερε υπηρεσίες στις επόμενες γενιές τη στιγμή που αφαίρεσε μία από τις έξι Καρυάτιδες από το Ερέχθειο, ενώ οι πέντε υπόλοιπες παραμένουν σε άριστη κατάσταση και θρηνούν για την αδερφή τους;».
Την 1η Ιουλίου 1965, εννέα μήνες μετά την άνοδο των Εργατικών στην εξουσία, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον απορρίπτει εκ νέου την επανένωση: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα ανήκουν στους επιτρόπους του Βρετανικού Μουσείου και δεν προτίθεμαι να θεσπίσω νόμο που θα τους υποχρεώνει να τα επιστρέψουν στην Αθήνα».
Ο βουλευτής της συμπολίτευσης Ουίλιαμ Χάμλινγκ απευθύνεται τότε στον πρωθυπουργό, θέτοντας το ζήτημα σε ηθική βάση και, μάλιστα, επί προσωπικού: «Δεν θα συμφωνούσατε ότι αυτό το κατάλοιπο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού του 19ου αιώνα δεν συμβαδίζει με τις αρχές σας; Δεν θα συμφωνούσατε, επίσης, ότι (σ.σ. η επιστροφή τους) θα ήταν μια μεγαλοπρεπής πράξη που θα συνέβαλλε τα μέγιστα στις καλές σχέσεις μας με την Ελλάδα;».
Εις μάτην. «Είμαι υπέρ των μεγαλοπρεπών πράξεων, αλλά αν υιοθετούσαμε την αρχή ότι όλα τα γλυπτά και τα υπόλοιπα έργα τέχνης πρέπει να επιστρέψουν στους τόπους προέλευσής τους, θα προέκυπτε μια εξόχως άνιση κατανομή αυτών των έργων τέχνης μεταξύ των χωρών του κόσμου» απαντά ο Ουίλσον.
Στις 26 Ιουνίου 1974 η πρώην υφυπουργός Πολιτισμού Τζένι Λι λέει στη Βουλή των Λόρδων: «Ο λόρδος Γκούντμαν (σ.σ. πρόεδρος του βρετανικού Συμβουλίου Τεχνών) με σόκαρε κάποτε λέγοντας ότι ήθελε να επιστραφούν τα Ελγίνεια στην Ελλάδα. Του απάντησα: “Πάνω από το πτώμα μου!”».
Ο παράγοντας «Μελίνα»
Τη δεκαετία του 1980 η εκστρατεία της διεκδίκησης παίρνει τα πάνω της ελέω Μελίνας Μερκούρη. Στις 15 Φεβρουαρίου 1982, εκ μέρους της κυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο κόμης του Εϊβον Νίκολας Ιντεν ερωτάται αν θα επιστραφούν τα Γλυπτά: «Οχι, δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης» λέει κοφτά.
Την ίδια χρονιά, η νέα τότε υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας ξεκινά διεθνή σταυροφορία για την επανένωση. Τα επιχειρήματά της δεν πείθουν μόνο την κοινή γνώμη της Βρετανίας, αλλά και σημαντικούς πολιτικούς – ακόμη και υποψήφιους πρωθυπουργούς.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1983 ο βουλευτής των Συντηρητικών Ντέιβιντ Ατκινσον κατηγορεί τον ηγέτη των Εργατικών και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Μάικλ Φουτ ότι «έχει παραδοθεί στη γοητεία της Σειρήνας που λέγεται Μελίνα Μερκούρη». Τόσο ο Φουτ όσο και ο διάδοχός του Νιλ Κίνοκ είχαν ταχθεί απερίφραστα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών, η τύχη των οποίων θα ήταν μάλλον διαφορετική εάν οι δύο πολιτικοί κατάφερναν να γίνουν πρωθυπουργοί…
Στις 7 Μαρτίου του ίδιου έτους, ο βουλευτής των Συντηρητικών Ντέιβιντ Πράις καλεί την κυβέρνηση να διαμηνύσει στη Μερκούρη ότι «στην περίπτωση των Μαρμάρων, το “Ποτέ την Κυριακή” ισχύει και όλες τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας»!
Ο υφυπουργός Πολιτισμού Πολ Τσάνον συμφωνεί: «Θα ήταν καταστροφή για όλον τον κόσμο εάν οι συλλογές ενός πολιτισμού βρίσκονταν μόνο στη χώρα προέλευσής τους». Κατόπιν, επαναλαμβάνει τη μόνιμη κυβερνητική επωδό: «Τα Ελγίνεια αποκτήθηκαν νόμιμα και η άποψη της κυβέρνησης εξακολουθεί να είναι ότι πρέπει να παραμείνουν στο Βρετανικό Μουσείο».
Στις 20 Ιουνίου 1986, μία εβδομάδα μετά την ιστορική ομιλία της Μελίνας στον όμιλο αντιλογίας Oxford Union, ο πρώην (πλέον) αρχηγός των Εργατικών Μάικλ Φουτ καλεί την κυβέρνηση της Θάτσερ να επιστρέψει τα Γλυπτά «στον λαό και στη γη της Ελλάδας».
Η απάντηση του υφυπουργού Πολιτισμού Ρίτσαρντ Λους δεν εκπλήσσει: «Αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση πού θα οδηγούσε το προηγούμενο της επιστροφής των Ελγινείων; Τι θα απέμενε στις βρετανικές εθνικές συλλογές;».
Στις 14 Φεβρουαρίου 1994, εν μέσω συζητήσεων για την «κακή» Ευρωπαϊκη Ενωση, ο υφυπουργός Εθνικής Κληρονομιάς Ιαν Σπρόουτ ξεκαθαρίζει ότι «δεν είμαστε υποχρεωμένοι από καμία οδηγία της ΕΕ να επιστρέψουμε τα Ελγίνεια και δεν έχουμε καμία πρόθεση να το πράξουμε».
Στις 13 Απριλίου του ίδιου έτους, ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού των Εργατικών, λόρδος Τζένκινς, καλεί την κυβέρνηση να αλλάξει τον νόμο προκειμένου οι επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου να μπορούν να αποφασίζουν μόνοι τους για επαναπατρισμούς εκθεμάτων.
Στις 18 Ιανουαρίου 1996 ο υφυπουργός Εθνικής Κληρονομιάς, λόρδος Ινγκλγουντ, ισχυρίζεται ότι «τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μέρος της εθνικής μας κληρονομιάς»!
Την επόμενη χρονιά, οι Νέοι Εργατικοί έρχονται στην εξουσία. Ο Τόνι Μπλερ όμως, σε αντίθεση με τους δύο προκατόχους του στην ηγεσία του κόμματος, δεν είναι διατεθειμένος να αποχωριστεί τα Γλυπτά. Την 1η Ιουνίου 1998 ο υπουργός Πολιτισμού Κρις Σμιθ επαναλαμβάνει ότι «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να τα επιστρέψει στην Αθήνα».
Ο βουλευτής της συμπολίτευσης Γκόρντον Πρέντις του «θυμίζει» την παλαιότερη δέσμευση του κόμματος, με τον υπουργό να έχει έτοιμη τη δικαιολογία: «Στα 13 χρόνια που μεσολάβησαν είχαμε τον χρόνο να σκεφτούμε το θέμα. Πιστεύουμε ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι το καλύτερο μέρος για να στεγάσει τα Γλυπτά».
Η δεκαετία του 2000
Στις 7 Φεβρουαρίου 2002 η υπουργός Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ, απαντώντας σε ερώτηση του Πρέντις, αναφέρει: «Τον Ιούνιο 2001 έλαβα επιστολή από τον έλληνα υπουργό Πολιτισμού, κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, στην οποία του απάντησα υπενθυμίζοντας ότι τα Γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα και ότι το καλύτερο είναι να φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο».
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Τζάουελ παραδέχεται ότι για να γυρίσουν τα Μάρμαρα στην Ελλάδα θα πρέπει να τροποποιηθεί ο νόμος περί Βρετανικού Μουσείου του 1963, αναιρώντας το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι δήθεν δεν εμπλέκεται στο θέμα.
Την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά αρκετοί βουλευτές ζητούν την επιστροφή των Γλυπτών ενόψει της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, με την κυβέρνηση να απορρίπτει μονότονα το αίτημα.
Στις 3 Μαρτίου 2004 η υφυπουργός Πολιτισμού Εστέλ Μόρις αναφέρει ότι «τον Οκτώβριο 2002 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης παρουσίασε στον πρωθυπουργό μας ένα αντίγραφο πρότασης για την επανένωση των Μαρμάρων στην Ελλάδα με τη μορφή μακροπρόθεσμου δανείου από το Βρετανικό Μουσείο προς το νέο Μουσείο Ακρόπολης, “παρακάμπτοντας το ζήτημα της ιδιοκτησίας”».
Τον επόμενο μήνα, ο Μπόρις Τζόνσον, τότε σκιώδης υφυπουργός Πολιτισμού, ισχυρίζεται ότι τυχόν επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα θα ισοδυναμούσε με «ξερίζωμα της καρδιάς του Βρετανικού Μουσείου».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το θέμα συνέχισε να απασχολεί τη βρετανική Βουλή. Σε μια από τις πλέον πρόσφατες αναφορές, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο υφυπουργός Πολιτισμού, λόρδος Πάρκινσον, μνημόνευσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, «στον οποίο ο πρωθυπουργός μας κατέστησε σαφή την πάγια θέση της κυβέρνησης».