Ενα ακόμη αρχαιοελληνικό έργο τέχνης που σήμερα βρίσκεται παρανόμως σε μουσείο των ΗΠΑ αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσιρογιάννης
Κάθεται σε ένα σκαμνί. Είναι, βλέπετε, μιας κάποιας – για τα δεδομένα της εποχής – ηλικίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά η μοίρα τον έριξε στην ξενιτιά: ταξίδεψε στην Ελβετία, ενδεχομένως πέρασε από μια – δυο χώρες ακόμη, για να διασχίσει τελικά τον Ατλαντικό και να βρεθεί μετανάστης στην Αμερική. Με τη διαφορά ότι σε όλα αυτά τα μέρη ταξίδεψε χωρίς τη θέλησή του.
«ΤΑ ΝΕΑ» αποκαλύπτουν σήμερα μια άγνωστη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας με «πρωταγωνιστή» έναν αρχαιοελληνικό θησαυρό του 4ου αιώνα π.Χ., ο οποίος, περνώντας από διάφορα χέρια, κατέληξε στη συλλογή ενός γνωστού μουσείου.
«Αυτό το αρχαίο έργο τέχνης είναι προϊόν λαθρανασκαφής. Εξήχθη λαθραία από την Ελλάδα και σήμερα βρίσκεται παρανόμως στις ΗΠΑ. Στη διακίνησή του, ενεπλάκη ένας πολύ γνωστός έλληνας αρχαιοκάπηλος, ο Γεώργιος Ζενεμπίσης» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Χρήστος Τσιρογιάννης, αρχαιολόγος που ερευνά τα διεθνή δίκτυα αρχαιοκαπηλίας, ο οποίος εντόπισε το αντικείμενο στη συλλογή του Μουσείου Μάικλ Κάρλος του Πανεπιστημίου Εμορι στην Ατλάντα.
Πρόκειται για ένα αττικό επιτύμβιο ανάγλυφο, διαστάσεων 96,5 x 59,7 x 27,3 εκ., το οποίο ανασκάφηκε στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Αναπαριστά μια καθιστή μορφή – έναν ημίγυμνο άνδρα που φορά ιμάτιο τυλιγμένο γύρω από τους μηρούς του και περασμένο πάνω από τον αριστερό του ώμο – η οποία σμιλεύθηκε από πεντελικό μάρμαρο μεταξύ 350 και 325 π.Χ.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΟΙ. «Μετά τη λαθρανασκαφή του, ο Ζενεμπίσης το πούλησε σε έναν άλλον διαβόητο αρχαιοκάπηλο: τον Ιταλό Τζιανφράνκο Μπεκίνα. Αργότερα, έφτασε στα χέρια του αμερικανού εμπόρου τέχνης Μάικλ Γουόρντ, ο οποίος το πούλησε στο Μουσείο Κάρλος το 2003» λέει ο δρ Τσιρογιάννης, ο οποίος έχει δημιουργήσει μία βάση δεδομένων με 300.000 φωτογραφίες και έγγραφα που περιέχονταν σε περίπου 15 αρχεία αρχαιοκαπήλων – τα οποία του παραχώρησε ο ιταλός εισαγγελέας Φέρι – και εντοπίζει προϊόντα λαθρανασκαφής αντιπαραβάλλοντας τις φωτογραφίες με εκείνες που εμφανίζονται στα αρχεία μουσείων, οίκων δημοπρασιών και εκθέσεων.
«Το μουσείο παραδέχεται ότι το ιστορικό προέλευσης του αντικειμένου ξεκινά από τον Μπεκίνα στη Βασιλεία της Ελβετίας, χωρίς όμως να αναφέρει ότι πρόκειται για έναν καταδικασμένο – και στην Ελλάδα – αρχαιοκάπηλο και ότι οι ιταλικές και ελβετικές Αρχές έχουν κατασχέσει το αρχείο του» σημειώνει ο Τσιρογιάννης, ο οποίος διδάσκει το μεταπτυχιακό μάθημα της Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ.
Πώς, όμως, έφτασε σε αυτή την ανακάλυψη; «Ερευνώντας το αρχείο Μπεκίνα, εντόπισα τέσσερις φωτογραφίες στις οποίες εικονίζεται το αντικείμενο, ασυντήρητο και ακαθάριστο – επάνω του διακρίνονται χώματα από την ανασκαφή. Υπάρχει, ακόμη, η χειρόγραφη σημείωση «OFF/ZE», δηλαδή «προσφέρθηκε από τον Ζενεμπίση» και από κάτω οι αριθμοί «1.5.9», δηλαδή 1η Μαΐου 1989, όταν ο Μπεκίνα το αγόρασε από τον Ζενεμπίση» εξηγεί ο Τσιρογιάννης, ο οποίος είναι, επίσης, επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας για την Παράνομη Διακίνηση Αρχαιοτήτων της έδρας της UNESCO στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
«Το ανάγλυφο βρέθηκε στην γκαλερί Antike Kunst Palladion του Μπεκίνα. Κάποια στιγμή, περιήλθε στην κατοχή του Γουόρντ, ο οποίος σήμερα αντιμετωπίζει κατηγορίες στις ΗΠΑ για άλλες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας».
Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ. Το Μουσείο Κάρλος δεν παρέχει πληροφορίες για το πότε ο Γουόρντ απέκτησε το γλυπτό και για το αν παρεμβλήθηκαν άλλοι μεσάζοντες πλην του Μπεκίνα.
«Είναι προφανές ότι δεν διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα για να διαπιστώσει αν είναι προϊόν παράνομης διακίνησης, όπως επιτάσσουν οι διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών» τονίζει ο Τσιρογιάννης. Τώρα, συνεχίζει, «η Ελλάδα πρέπει να εκκινήσει τη διαδικασία διεκδίκησης του αντικειμένου και το μουσείο πρέπει με εντιμότητα να παραδεχθεί ότι η προέλευσή του είναι παράνομη και να το επιστρέψει στη χώρα μας».
Το αμερικανικό ίδρυμα κατέχει τρία ακόμη αντικείμενα που η Ελλάδα διεκδικεί από το 2007: ένα μαρμάρινο άγαλμα της μούσας Τερψιχόρης (4ος-2ος αι. π.Χ.), μία μινωική πήλινη λάρνακα (14ος αι. π.Χ.) και έναν γιγαντιαίο ροδιακό πίθο (650-600 π.Χ.).
Ολα είχαν διακινηθεί από τον Μπεκίνα και ταυτίστηκαν πριν από 16 χρόνια από τον Τσιρογιάννη, ο οποίος δηλώνει βέβαιος ότι το μουσείο – που έχει στη συλλογή του 1.160 ελληνικά και ρωμαϊκά τέχνεργα – έχει και άλλα προϊόντα λαθρανασκαφής: «Η έρευνά μου δείχνει ότι υπάρχουν κι άλλα τέτοια αντικείμενα από την Ελλάδα και την Ιταλία».
Το Μουσείο Κάρλος δεν απάντησε στην ερώτηση των «ΝΕΩΝ» εάν το αττικό γλυπτό εξήχθη παρανόμως από την Ελλάδα. Η εκπρόσωπός του αρκέστηκε να δηλώσει ότι «δεσμευόμαστε να αναγνωρίζουμε τις ανησυχίες που αφορούν τις συλλογές μας, να ερευνούμε το ιστορικό των αποκτημάτων μας και, όπου χρειάζεται, να μεταφέρουμε αντικείμενα στις χώρες ή τις κοινότητες προέλευσής τους». Ανέφερε, επίσης, ότι το πανεπιστήμιο «βρίσκεται σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση» για τα άλλα τρία αντικείμενα.
Πώς γίνεται το «ξέπλυμα»
Κατά τον δρα Τσιρογιάννη, ο οποίος αναζητεί κλεμμένες αρχαιότητες από το 2004 (τα τέσσερα πρώτα χρόνια για λογαριασμό του ελληνικού κράτους), υπάρχουν «αν όχι εκατομμύρια, σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες παρανόμως εξαχθέντα αρχαιοελληνικά τεχνουργήματα ανά τον κόσμο, που βρίσκονται διάσπαρτα σε μουσεία, γκαλερί και ιδιωτικές συλλογές».
Ο ίδιος περιγράφει τη διαδρομή του «ξεπλύματος» αρχαίων: «Μετά τη λαθρανασκαφή τους παραδίδονται στους εμπόρους οι οποίοι τα περνούν από τα σύνορα κρυμμένα μέσα σε φορτηγά ψυγεία με φρούτα ή κρέατα, ακόμη και σε προφυλακτήρες και δερμάτινες επενδύσεις αυτοκινήτων. Ακολούθως, αγοράζονται από κάποιον μεγαλύτερο διεθνή έμπορο. Αφού καθαριστούν και συντηρηθούν, προωθούνται σε χώρες όπου παραδοσιακά πωλούνται αρχαιότητες, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, και εμφανίζονται με πλαστά ιστορικά συλλογής ή χωρίς καθόλου ιστορικό. Εκεί τα αγοράζουν οι τελικοί αποδέκτες τους: μουσεία και συλλέκτες».