Έλληνες που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο μοιράζονται μέσα απο το Greek List εμπειρίες και σκέψεις.
Γράφει ο Γιάννης Καλλιατζής.
Σαν σήμερα, 18 μήνες πριν, ήταν η μέρα που μετακόμισα στο Λονδίνο. Μία ημέρα δύσκολη. Μόλις είχε περάσει το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου, που μου είχε δώσει την ευκαιρία να αφιερώσω χρόνο στους δικούς μου ανθρώπους πριν το μεγάλο βήμα.
Έφτασα στο αεροδρόμιο στις 7 το πρωί. Η τότε κοπέλα μου δεν ήταν εκεί. Είχαμε χωρίσει την προηγούμενη. Ήμουν με τους γονείς μου και τον καλύτερο μου φίλο – και όλοι είχαμε αυτό το παγωμένο χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει λόγια και δάκρυα. Παρέδωσα τις βαλίτσες μου, πέρασα τον έλεγχο, κατευθύνθηκα προς την πύλη, και κάθισα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα πως πλέον είμαι μόνος μου. Για πρώτη φορά, έτοιμος να φύγω από την πόλη μου και από τους ανθρώπους που ήξερα ότι θα είναι για πάντα δίπλα μου. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα έφευγα για να ζήσω στο εξωτερικό, κι όμως στεκόμουν εκεί μόνος και περίμενα.
Flash back, 3 μήνες και 18 ημέρες νωρίτερα. Μόλις έχω σχολάσει από την δουλειά και έχω καθίσει για καφεδάκι με δύο φίλους σε γνωστό μαγαζί της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Δονείται το κινητό μου από ένα νέο εισερχόμενο email. Ένας recruiter της Amazon είχε δει το βιογραφικό μου και με ρωτούσε αν ενδιαφέρομαι για μία θέση Software Engineer στην εταιρία. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να λύσω ένα test που δεν θα έπαιρνε πάνω από 2 ώρες. Η απάντηση μου, μέσα μου, ήταν όχι. Ήμουν χαρούμενος με την ζωή μου όπως ήταν. Αλλά ήμουν και περίεργος να δω τι είδους test ήταν αυτό. Ήμουν αρκετά καλός για να το λύσω;
Μία εβδομάδα μετά, βρίσκω λίγο ελεύθερο χρόνο και απαντάω στις ερωτήσεις. Ήταν ενδιαφέρον, και από ότι φάνηκε τέσσερις ημέρες αργότερα, τα είχα πάει καλά. Λαμβάνω δεύτερο email που με ενημερώνει για το αποτέλεσμα και με προσκαλεί σε ένα call στις 25 Ιουλίου για να συζητήσουμε το τι ακολουθεί. Ήμουν έτοιμος να αρνηθώ ευγενικά, μιας και στις 25 θα βρισκόμουν για διακοπές στην Κρήτη, αλλά αυτό ήταν ένα δεκαπεντάλεπτο call και εγώ ήμουν περίεργος για το τι θα ακούσω. Κάπως έτσι πήρα το call από την εξαιρετική παραλία Βούλισμα στον Άγιο Νικόλαο και κατέληξα με μία πρόσκληση για συνέντευξη στα γραφεία της εταιρίας στο Λονδίνο. Τρεις ημέρες στο Λονδίνο -που δεν είχα επισκεφτεί ποτέ μέχρι τότε- με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Δύσκολα λες όχι σε τέτοια πρόταση. Αν μη τι άλλο, θα ήταν ένα όμορφο τριήμερο και μία σημαντική επαγγελματική εμπειρία. Για εμένα τουλάχιστον, γιατί η «ελληνίδα μάνα» κόντεψε να πέσει σε κατάθλιψη μόνο στην ιδέα ότι το παιδί της μπορεί να φύγει στο εξωτερικό.
Fast forward ξανά στο «σαν σήμερα». Όσο περιμένω να ανοίξει η πύλη και να αρχίσει η επιβίβαση, μου έρχονται εικόνες από όλα τα μέρη που είχα δει στο τριήμερο της συνέντευξης. British Museum, Buckingham palace, Green & St James Parks, South bank, Camden town και όλα τα αξιοθέατα στο κεντρικό Λονδίνο. Σκέφτομαι το πόσες εβδομάδες πέρασαν μέχρι να δεχτώ την πρόταση που μου έγινε. Dream job, σε μία από τις καλύτερες εταιρίες του κλάδου μου, ακριβώς στα ενδιαφέροντα μου και με έναν εξαιρετικό μισθό. Και για σχεδόν ενάμιση μήνα, δεν έδινα απάντηση. Πως να αφήσω την πόλη μου και τους ανθρώπους μου για να πάω σε μία πόλη που δεν ξέρω κανέναν; Ήταν (και ακόμα είναι) η πιο δύσκολη απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου.
Στο Λονδίνο, δεν θα με περίμενε κανείς άλλος πέραν από την κοπέλα που θα συγκατοικούσαμε. Ήταν γιατρός και Κύπρια. Αυτά ήξερα για εκείνη από το λίγο που είχαμε μιλήσει. Λίγες ημέρες νωρίτερα, είχα βρει ένα δωμάτιο σε ένα 2-bed flat στο South Hackney δύο τετράγωνα πάνω από το Victoria Park, μέσω του Spareroom, μιας εφαρμογής για την εύρεση συγκατοίκων. Δεν ήξερα την γειτονιά, μόνο ότι μπορούσα να δω μέσω του Google Maps. Το είχα κλείσει μετά από ένα videocall/viewing με την εν λόγω κοπέλα, είχα στείλει δύο ενοίκια μαζί με το υπογεγραμμένο contract και ήλπιζα απλά το διαμέρισμα να είναι όντως εκεί όταν φτάσω.
Προσγειωνόμαστε στο Heathrow, φοράω το backpack μου, κατεβαίνω από το αεροπλάνο, περνάω τον έλεγχο των διαβατηρίων, παραλαμβάνω τις δύο βαλίτσες των περίπου 30 κιλών η κάθε μία, βγαίνω κουτσά στραβά μέχρι τον δρόμο και καλώ Uber. Θα έπαιρνα μετρό, αλλά πρώτον δεν μπορούσα να κουβαλήσω τις βαλίτσες ούτε στην ευθεία και δεύτερον η εταιρία που με προσέλαβε μου κάλυπτε το ταξί από και προς το αεροδρόμιο την ημέρα της μετακόμισης. Το Uber ήρθε – και μακάρι να είχα πάρει μετρό. Ένας Ρουμάνος οδηγός, δεν σταμάτησε να μιλάει για το πόσο ακριβό, άσχημο και επικίνδυνο είναι το Λονδίνο γενικά, αλλά και η γειτονιά που επέλεξα να ζήσω συγκεκριμένα. Έμενε λέει εκεί πριν μερικά χρόνια, και το πως επιβίωσε από τις συμμορίες ήταν θαύμα. Ακριβώς δηλαδή ότι ήθελα να ακούσω εκείνη τη στιγμή, μόλις είχα φτάσει σε μια ξένη χώρα, με όλα τα πράγματα μου σε δύο βαλίτσες, πηγαίνοντας να ζήσω σε ένα σπίτι που δεν ήξερα αν υπάρχει, σε μία γειτονιά που σύμφωνα με τον οδηγό πυροβολούν τον κόσμο για πλάκα.
Το ακόμα καλύτερο έγινε λίγα λεπτά αργότερα, όταν η προσεχώς καινούργια συγκάτοικος μου (spoiler alert: και πλέον πολύ καλή μου φίλη) μου έστειλε μήνυμα και μου είπε ότι υπάρχει ένα emergency στο νοσοκομείο που εργάζεται και θα καθυστερήσει να έρθει περίπου δύο ώρες. Και φυσικά, ακόμα και αν έβρισκα το σπίτι -αν τελικά υπήρχε- δεν θα είχα κλειδιά να μπω μέσα. Μέχρι να φτάσουμε είχε αρχίσει να νυχτώνει, και μιας και είμαστε στο Λονδίνο, είχε αρχίσει και να ψιλοβρέχει. Εκρηκτικός συνδυασμός για να μείνεις σε έναν δρόμο για δύο ώρες σε μία γειτονιά που όπως είπαμε πυροβολούν τον κόσμο οι συμμορίτες. Αφού λοιπόν ο οδηγός με άφησε στο post code που του είχα δώσει, ανοίγω Google Maps και βλέπω ότι υπάρχει μία Pub ανοιχτή 10 λεπτά από εκεί που ήμουν με τα πόδια – 20 αν κουβαλάς δύο βαλίτσες των 30 κιλών η κάθε μία.
Με τα πολλά και για να μη τα πολυλογώ (χα, αστειάκι!), έφτασα στην pub, χώρεσα μαζί με τα μπαγάζια μου σε μια άκρη, ήπια δύο μπύρες όσο μιλούσα με τους δικούς μου στο τηλέφωνο και περίμενα καρτερικά την εμφάνιση της συγκατοίκου μου. Μέχρι που κάποια στιγμή το κινητό μου χτύπησε, η συγκάτοικος μου εμφανίστηκε έξω από την pub να με βοηθήσει με τα πράγματα, πήγαμε στο σπίτι που όντως υπήρχε και μάλιστα χωρίς να μας πυροβολήσει κανείς. Παραγγείλαμε και πίτσα! Λίγο μετά το φαγητό έστρωσα πρόχειρα ένα σεντόνι στο καινούργιο μου κρεβάτι και έπεσα σε λήθαργο.
Μία εβδομάδα μετά την άφιξη μου, είχα βγάλει αριθμό κινητού, είχα ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό και είχα κάνει αίτηση για NΙΝo.
Ένα μήνα μετά την άφιξη μου, είχα αρχίσει να συνηθίζω το νέο περιβάλλον στη δουλειά και να κάνω νέες γνωριμίες, να κάνω παρέα με την συγκάτοικο μου και μία φίλη της, και δειλά-δειλά να αρχίζω να πηγαίνω στα πρώτα events στο Λονδίνο.
Τρεις μήνες μετά την άφιξη μου, ξεκίνησα πλέον να συνειδητοποιώ πως το Λονδίνο είναι πλέον το σπίτι μου και ξεκίνησα να υποδέχομαι και τους πρώτους φίλους που ήρθαν για επίσκεψη από Ελλάδα. Είχα παλιώσει πλέον και τους ξεναγούσα και στην πόλη.
(Ακόμα δεν μας είχε πυροβολήσει κανείς στην γειτονιά, αν αναρωτιέστε.)
Πέντε μήνες μετά την άφιξη μου, έφτασε και το νέο trend με τους περιορισμούς και τα lockdown στο Λονδίνο.
Δεκαοχτώ (18) μήνες μετά την άφιξη μου, κι οι περιορισμοί είναι ακόμα εδώ.
Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή την απόφαση μου να έρθω στο Λονδίνο. Με τα καλά και τα κακά του, μου δόθηκε μια ευκαιρία να δω καινούργια πράγματα, να γνωρίσω νέους ανθρώπους, να βγω εντελώς έξω από το comfort zone μου και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου σε πολλά θέματα. Μου λείπουν πολύ οι άνθρωποι που άφησα πίσω και, σε τεράστιο βαθμό, αυτό οφείλεται στην κατάσταση με την πανδημία που ελπίζω σύντομα να αφήσουμε πίσω.
Νιώθω ότι ξεπέρασα πολλές δυσκολίες τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αλλά ταυτόχρονα δεν ξεχνώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που ήρθαν στο Λονδίνο κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, ειδικά τους τελευταίους μήνες υπό την πίεση του Brexit και της πανδημίας. Κλείνοντας, θέλω απλά να ευχηθώ καλή δύναμη σε όλους αυτούς και να τους διαβεβαιώσω πως οι καλύτερες μέρες έρχονται.